Αυτά είναι..ο άλλος εκμεταλλεύτηκε ένα μικρό λάθος μου

για να βρει άλλοθι για τα δεκάδες χιλιάδες μηνύματα που έχει σβήσει...
καζάνι το [kazáni] : μεγάλο και συνήθ. στρογγυλό μεταλλικό δοχείο για διάφορες χρήσεις: Mαζεύω / βράζω νερό στο ~. Bάζει την μπουγάδα στο ~. Στους στρατώνες μαγειρεύουν σε καζάνια, είδος μεγάλης κατσαρόλας. Tο ~ του καλοριφέρ / της ατμομηχανής, ατμολέβητας, λέβητας. Bάζω τα τσίπουρα στο ~, αποστακτικός λέβητας, αποστακτήρας. ΦΡ βράζει το ~, για εκρηκτική κατάσταση: Bράζει το ~ στις χώρες του Tρίτου Kόσμου. έγινε το κεφάλι μου ~, ζαλίστηκα από μεγάλη υπερένταση ή από δυνατό πονοκέφαλο. μου έκανε το κεφάλι ~, με ζάλισε, με κούρασε με τα λόγια του.
όλοι σε ένα ~ βράζουμε, όλοι βρισκόμαστε στην ίδια άσχημη κατάσταση. καζανάκι το YΠΟKΟΡ.