Επηρεασμένος από την cyberotsarka που πήγα για πρώτη φορά με αυτά τα παθιασμένα παιδιά για καινούργιες ανακαλύψεις στον καταρράκτη του Βέλους, είπα να γράψω και εγώ δυο λογάκια...
Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι ότι κι εμείς, οι νέοι της δεκαετία του ΄70, κάναμε τις cyberotsarkes μας, είχαμε το ίδιο πάθος για τις ανακαλύψεις, λατρεύαμε την φύση και να γινόμαστε ένα μ΄ αυτήν. Δεν ήμασταν και πολύ διαφορετικοί από τους σημερινούς νέους.
Το Βέλος είναι ένα μικρό αλλά γραφικό χωριό με λιγοστούς (δυστυχώς) κατοίκους, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε έσφυζε από ζωή (γύρω στους 200 κατοίκους) με τους παππούδες, τους γονείς και με αρκετή νεολαία.
Βασικά το χωριό γέμιζε κάθε Πάσχα και καλοκαίρι. Δεν υπήρχε μέρα που να μην πηγαίναμε για καινούργιες ανακαλύψεις. Στην περιοχή του χωριού μας έχουμε δυο καταρράκτες αλλά ειδικά ο πρώτος, ο λεγόμενος Βάγος, μπορεί να μην είναι μεγάλος στο ύψος όμως έχει μια μικρή λιμνούλα, με βάθος περίπου 1.5 μέτρο, όπου κάναμε κάθε καλοκαίρι, μπάνιο. Εκεί περνούσαμε αρκετές ώρες αλλά έπρεπε να φεύγαμε γιατί κάθε απόγευμα είχαμε ραντεβού στον Καραμούτσο (το όνομα του παραπόταμου όπου βρίσκεται ο καταρράκτης) στο σημείο του παλιού μύλου, με τα παιδιά από το διπλανό χωριό το Διαλεκτό. Είναι το σημείο όπου σήμερα υπάρχει ο ταμιευτήρας. Τότε ήταν ένα πανέμορφο τοπίο με έναν μικρό τεχνητό καταρράκτη, όπου συναντιούνται δυο ποτάμια, το Βέλος με τον Καραμούτσο, ένα μέρος γεμάτο πράσινο. Εκεί περνούσαμε την ώρα μας μέχρι να σκοτεινιάσει με μουσική της εποχής, λίγη μπίρα και αρκετή πλάκα. Κάθε μέρα μαζευόμασταν γύρω στα 30 με 40 άτομα. Βρίσκαμε πάντα έναν τρόπο για να γεμίσουμε την μέρα μας. Εκτός από τα μπάνια και τα ραντεβού, πηγαίναμε βόλτες στα καταπράσινα δάση, όπου μαζεύαμε μανιτάρια, γινόμασταν και λίγο κλεφτοκοτάδες για το βραδινό τσιμπούσι (ευτυχώς πάντα έφταιγαν οι αλεπούδες).
Πραγματικά ήταν όμορφα και αξέχαστα χρόνια.
Θα μπορούσα να γράφω για εκείνη την εποχή ολόκληρες ώρες αλλά δεν θέλω να σας κουράσω άλλο.
Πιστεύω να επανέλθω σύντομα.